- προσκυνεῖται
- προσκυνέωmake obeisancepres ind mp 3rd sg (attic epic)προσκυνέωmake obeisancepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροπροσκύνητος — ἑτεροπροσκύνητος, ον (Μ) αυτός που προσκυνείται διαφορετικά, στον οποίο αποδίδεται διαφορετική λατρευτική τιμή («ἑτεροπροσκύνητος εἰκών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + προσκυνώ] … Dictionary of Greek
ομοπροσκύνητος — ὁμοπροσκύνητος, ον (Μ) (για το Άγιο Πνεύμα) αυτός που προσκυνείται, που λατρεύεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + προσκυνῶ] … Dictionary of Greek